- ξεμπουκάρω
- ξεμπουκάρισα και ξεμπούκαρα1. βγαίνω από το στόμιο, από τρύπα, από σήραγγα, σαν από μπούκα: Ξεμπουκάρισε το νερό από το σωλήνα.2. για ανθρώπους, βγαίνω από στενό, παρουσιάζομαι ξαφνικά: Ξεμπουκάρισαν μπροστά μας δύο ύποπτα άτομα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.